ημιπολύτιμος

ημιπολύτιμος
-η, -ο
1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ πολύτιμος
2. φρ. «ημιπολύτιμος λίθος» — πολύτιμη ποικιλία ορυκτών, η αξία των οποίων είναι μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι-* + πολύτιμος
με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semiprecious stone < semi- (πρβλ. ημι-*) + precious «πολύτιμος». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρνεόλιος — Ημιπολύτιμος λίθος, μία από τις παραλλαγές του χαλκηδόνιου, που ανήκει στις ινώδεις κρυπτοκρυσταλλικές παραλλαγές του χαλαζία. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό carneus, που σημαίνει σαρκώδης. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία και οπάλιο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • σάρδιος — Ημιπολύτιμος λίθος. > καρνεόλιος. * * * ο, ΝΜ [σάρδιον] (ενν. λίθος) το σάρδιο …   Dictionary of Greek

  • σάρδινος — ὁ, Α (ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σαρδόνυχας — ο / σαρδόνυξ, υχος, ΝΜΑ, και σαρδόνυχος Μ διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σάρδη χρησιμοποιείται ευρύτατα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» +… …   Dictionary of Greek

  • αζούρι — το ο κύανος τών αρχαίων, ημιπολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος, λαζουρόλιθος, λαζούρι …   Dictionary of Greek

  • αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… …   Dictionary of Greek

  • αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδρίτης — Ορυκτό (BeΑl2Ο4), ποικιλία του χρυσοβηρύλλου που εντάσσεται στους πολύτιμους λίθους. Δείγμα αλεξανδρίτη, ορυκτό ποικιλίας χρυσοβηρύλλου. * * * ο (Ορυκτ.) ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία χρυσοβηρύλλου (Al2BeΟ4) ρομβικής συμμετρίας. Οι τρίδυμοι… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόπετρα — γλωσσόπετρα, η (Α) ημιπολύτιμος κοκκινωπός λίθος σε σχήμα γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιόλιθος — ο 1. κάθε πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που τοποθετείται σε δαχτυλίδι, η δαχτυλιδόπετρα 2. πολύτιμος λίθος με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”