καρνεόλιος — Ημιπολύτιμος λίθος, μία από τις παραλλαγές του χαλκηδόνιου, που ανήκει στις ινώδεις κρυπτοκρυσταλλικές παραλλαγές του χαλαζία. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό carneus, που σημαίνει σαρκώδης. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία και οπάλιο, δηλαδή… … Dictionary of Greek
σάρδιος — Ημιπολύτιμος λίθος. > καρνεόλιος. * * * ο, ΝΜ [σάρδιον] (ενν. λίθος) το σάρδιο … Dictionary of Greek
σάρδινος — ὁ, Α (ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σαρδόνυχας — ο / σαρδόνυξ, υχος, ΝΜΑ, και σαρδόνυχος Μ διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σάρδη χρησιμοποιείται ευρύτατα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» +… … Dictionary of Greek
αζούρι — το ο κύανος τών αρχαίων, ημιπολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος, λαζουρόλιθος, λαζούρι … Dictionary of Greek
αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… … Dictionary of Greek
αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] … Dictionary of Greek
αλεξανδρίτης — Ορυκτό (BeΑl2Ο4), ποικιλία του χρυσοβηρύλλου που εντάσσεται στους πολύτιμους λίθους. Δείγμα αλεξανδρίτη, ορυκτό ποικιλίας χρυσοβηρύλλου. * * * ο (Ορυκτ.) ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία χρυσοβηρύλλου (Al2BeΟ4) ρομβικής συμμετρίας. Οι τρίδυμοι… … Dictionary of Greek
γλωσσόπετρα — γλωσσόπετρα, η (Α) ημιπολύτιμος κοκκινωπός λίθος σε σχήμα γλώσσας … Dictionary of Greek
δακτυλιόλιθος — ο 1. κάθε πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που τοποθετείται σε δαχτυλίδι, η δαχτυλιδόπετρα 2. πολύτιμος λίθος με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek